- αστόμωτος
- -η, -ο (Α ἀστόμωτος, -ον) [στομώ]αυτός που δεν έχει ακονιστεί, που δεν έχει γίνει κοφτερόςνεοελλ.1. αυτός που δεν έχει χάσει την ικανότητα να κόβει, που δεν έχει αμβλυνθεί2. ο ασυγκράτητος, ο ριψοκίνδυνος(«αστόμωτη λεβεντιά»)3. ο αχόρταγος (κυρίως για σωματική ηδονή)αρχ.ο χωρίς στόμιο.
Dictionary of Greek. 2013.