αστόμωτος

αστόμωτος
-η, -ο (Α ἀστόμωτος, -ον) [στομώ]
αυτός που δεν έχει ακονιστεί, που δεν έχει γίνει κοφτερός
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει χάσει την ικανότητα να κόβει, που δεν έχει αμβλυνθεί
2. ο ασυγκράτητος, ο ριψοκίνδυνος
(«αστόμωτη λεβεντιά»)
3. ο αχόρταγος (κυρίως για σωματική ηδονή)
αρχ.
ο χωρίς στόμιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀστόμωτος — with no orifice masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστόμωτον — ἀστόμωτος with no orifice masc/fem acc sg ἀστόμωτος with no orifice neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστόμωτα — ἀστόμωτος with no orifice neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άβαπτος — η, ο (Α ἄβαπτος, ον) [βάπτω] 1. αυτός που δεν βάφτηκε, ο αχρωμάτιστος 2. (για πυρακτωμένα μέταλλα) αυτός που δεν ψύχθηκε ακόμη μέσα σε νερό για να γίνει σκληρότερος, ο αστόμωτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”